ακραίχμιο
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
το
το άκρο της αιχμής του αλεξικέραυνου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. πλάστηκε από ακρο- (Ι) + -αίχμιο < αιχμή].