ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
ἀκριτόχειρος, -ον (Α)αυτός που έχει αναρίθμητα χέρια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -χειρος < χείρ.