ακροφύλαξ
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
ἀκροφύλαξ (-ακος), ο (Α)
φρούραρχος, φρουρός ακρόπολης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + φύλαξ.