ακροφύλαξ

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

ἀκροφύλαξ (-ακος), ο (Α)
φρούραρχος, φρουρός ακρόπολης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + φύλαξ.