ακροκιόνιο
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Greek Monolingual
το (Α ἀκροκιόνιον)
η κορυφή του κίονος, το κιονόκρανο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀκρο (Ι) + κιόνιον < κίων.
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
το (Α ἀκροκιόνιον)
η κορυφή του κίονος, το κιονόκρανο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀκρο (Ι) + κιόνιον < κίων.