ακυρολόγος
From LSJ
Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht
Greek Monolingual
-ο
αυτός που ακυρολογεί, ο ανακριβολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + -λόγος < λέγω.
Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht
-ο
αυτός που ακυρολογεί, ο ανακριβολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + -λόγος < λέγω.