ανακριβολόγος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
ο, η
1. αυτός που δεν ακριβολογεί, που λέει ανακρίβειες
2. αυτός που δεν κυριολεκτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβής + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ανακριβολογία, ανακριβολογώ].