ανακριβολόγος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

ο, η
1. αυτός που δεν ακριβολογεί, που λέει ανακρίβειες
2. αυτός που δεν κυριολεκτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβής + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ανακριβολογία, ανακριβολογώ].