τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
ἁλίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιρρέεται, που περιβρέχεται από τη θάλασσα
2. φρ. «ἁλίρρυτον ἄλσος», φουσκωμένη θάλασσα, ψηλά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + ῥυτός (< ῥέω)].