στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ἀλαβαστοθήκη, η (Α)1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων2. μικρό κουτί, κουτάκι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (ἀλάβαστος + θήκη.