αλβανικός

From LSJ
Revision as of 23:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλβανία και στους Αλβανούς
2. αυτός που προέρχεται από την Αλβανία
3. το θηλ. ως ουσ. η Αλβανική (ενν. γλώσσα)
η γλώσσα τών Αλβανών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αλβανός.
ΠΑΡ. (νεοελλ). αλβανικά].