αλατωρύχος
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
Greek Monolingual
ο
1. εργάτης αλατωρυχείου
2. αυτός που εκμεταλλεύεται αλατωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλας -ατος + -ωρύχος < ορύσσω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλατωρυχία].