μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
και αλούπι, το1. η αλεπού2. δέρμα αλεπούς.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπός.ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπακας].