ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
και αλούπι, το1. η αλεπού2. δέρμα αλεπούς.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπός.ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπακας].