αλέπι

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

και αλούπι, το
1. η αλεπού
2. δέρμα αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπακας].