αλειφόβιος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
ἀλειφόβιος, -ον (Α)
1. (περιφρονητικά) αυτός που ζει από την άσκηση του επαγγέλματος του αλείπτη
2. φτωχός, κακομοιριασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλείφω + βίος.