αλευροδόχη
From LSJ
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
η
η ξύλινη σκάφη του αλευρόμυλου όπου πέφτει το αλεύρι που βγαίνει από τη μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + -δόχη < δέχομαι.