αλεξίπτωτο

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

το (Αερον.)
ομπρελοειδής διάταξη η οποία προορίζεται να επιβραδύνει την πτώση ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεξι- + πτώση. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. parachute < para-(στοιχείο που εκφράζει την έννοια της προφυλάξεως) < ρ. parer «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + chute «πτώση»].