αλληλοσφαγή
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
Greek Monolingual
η
αμοιβαία σφαγή, αλληλοσκοτωμός, ιδιαίτερα ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες της ίδιας οικογένειας ή εθνότητας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλο- + σφαγή.