αλισφακόμηλο
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Greek Monolingual
το
1. το αλισφακάκι
2. η αλισφακιά (πρβλ. και φασκόμηλο).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλίσφακας + μήλο].