αλίσφακας

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

ο
το φυτό αλισφακιά και ο καρπός της αλισφακιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ελελίσφακος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφάκι, αλισφακιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλισφακόμηλο].