αλισφακόμηλο

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

το
1. το αλισφακάκι
2. η αλισφακιά (πρβλ. και φασκόμηλο).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλίσφακας + μήλο].