αληθόμυθος
From LSJ
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
Greek Monolingual
ἀληθόμυθος, -ον (Α)
αυτός που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + μῦθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀληθομυθῶ].