τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
-ή, -ό1. ο σχετικός με την αμβλυωπία2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αμβλυωπικός, η αμβλυωπικήαυτός που πάσχει από αμβλυωπία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αμβλυωπία, πρβλ. αγγλ. amblyopic].