αλληλοπαθής
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Greek Monolingual
-ές (Α ἀλληλοπαθής, -ές) (Γραμμ.)
αυτός που δηλώνει αμοιβαίο πάθος, αμοιβαίο επηρεασμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλο- + -παθής < ἔπαθον, πάσχω.
ΠΑΡ. ἀλληλοπάθεια].