αλληλοπαθής

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλληλοπαθής, -ές) (Γραμμ.)
αυτός που δηλώνει αμοιβαίο πάθος, αμοιβαίο επηρεασμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλο- + -παθής < ἔπαθον, πάσχω.
ΠΑΡ. ἀλληλοπάθεια].