ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ἀμφιλαμβάνω (Α)πιάνω καλά, στέρεα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + λαμβάνω.