αμπαλάρω
From LSJ
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
Greek Monolingual
συσκευάζω σε δέματα ή κιβώτια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. emballer «συσκευάζω» + κατάλ. -άρω.
ΠΑΡ. αμπαλάρισμα, αμπαλαρισμένος].