Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
ἀμφιέννυμι και ἀμφιεννύω (Α)
1. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με κάτι, του φορώ κάτι, ενδύω, ντύνω
2. μέσ. ντύνομαι, φορώ
3. παθ. στην ίδια σημασία με το ενεργητικό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + ἕννυμι, ἑννύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός
μσν.- νεοελλ.
ἀμφίεσις (-η)].