ἐξοπτάω

Revision as of 23:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

English (LSJ)

   A bake thoroughly, ἐν τῇ καμίνῳ τοὺς ἀμφορέας Hdt.4.164; σάρκας πυρί E.Cyc.403, cf. Ar.Ach.1005:—Pass., τεμάχη ἐξωπτημένα Pherecr.108.10, cf. Eub.15.8; ἐ. τὴν κάμινον heat it violently, Hdt. 4.163.    II metaph., of love, ἐξοπτᾷ δ' ἐμέ S.Fr.474.3.

German (Pape)

[Seite 887] ausbraten, rösten, backen; σάρκας πυρί Eur. Cycl. 402; τὰ λαγῷα Ar. Ach. 1005; τὴν κάμινον Her. 4, 163. – Übertr., ausdörren, von der Liebe, ἐξοπτᾷ δ' ἐμέ Soph. frg. 421.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοπτάω: μέλλ. -ήσω, ὀπτῶ, «ψήνω» καλῶς, ἐν τῇ καμίνῳ Ἡρόδ. 4. 164· σάρκας πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 403, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1005: - Παθ., τεμάχη ἐξωπτημένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 10, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Αὔγῃ» 1. 8· ἐξ. τὴν κάμινον, ὑπερθερμαίνω, Ἡροδ. 4. 163. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Λατ. exurere, ἐκκαίω, κατακαίω, ἐξοπτᾷ δ’ ἐμὲ Σοφ. Ἀποσπ. 421.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire rôtir ; ἐν καμίνῳ HDT dans un four.
Étymologie: ἐξ, ὀπτάω.

Greek Monotonic

ἐξοπτάω: μέλ. -ήσω,
1. ψήνω καλά, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. υπερθερμαίνω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοπτάω:
1) прожаривать, изжаривать (σάρκας πυρί Eur.; τὰ λαγῷα Arph.);
2) обжигать (τοὺς ἀμφορέας ἐν τῇ καμίνῳ Her.);
3) разжигать, растапливать (τὴν κάμινον Her.);
4) перен. сжигать, опалять (ἀστραπή τις ὀμμάτων ἐξοπτᾷ δ᾽ ἐμέ Soph.).

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to bake thoroughly, Hdt., Eur.
2. to heat violently, Hdt.