ἐκκαίω

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαίω Medium diacritics: ἐκκαίω Low diacritics: εκκαίω Capitals: ΕΚΚΑΙΩ
Transliteration A: ekkaíō Transliteration B: ekkaiō Transliteration C: ekkaio Beta Code: e)kkai/w

English (LSJ)

Att. ἐκκάω, fut. -καύσω: aor. I
A ἐξέκαυσα Hdt.4.134, but part. ἐκκέαντες E.Rh.97:—burn out, τοὺς ὀφθαλμούς τινος Hdt.7.18; τὸ φῶς Κύκλωπος E.Cyc.633, cf. 657 (anap.):—Pass., ἐκκάεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to have one's eyes burnt out, Pl.Grg. 473c.
II light up, kindle, τὰ πυρά Hdt.4.134, cf. E.Rh.l.c.; ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα Ar.Pax1133 (lyr.): metaph., ἐ. πόλεμον, ἐλπίδα, Plb.3.3.3, 5.108.5; τοὺς θυμούς D.H.7.35; τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργήν Plu.Fab.7; provoke to anger, ἔκ με κάεις Herod.4.49; inflame with curiosity, excite, τινά Luc.Alex.30; ἴσῃ φιλοτιμίᾳ πρός τε τὸν δῆμον ἑαυτοὺς καὶ τὸν δῆμον πρὸς ἑαυτοὺς ἐκκαύσαντες Plu.Agis 2:—Pass., to be kindled, burn up, τὸ πῦρ ἐκκάεται Eup.340; ἐ. τὸ κακόν Pl.R. 556a; ὀργὴν ἐκκαῆναι LXX 2 Ki.24.1; ὁ δῆμος ἐξεκάετο Plu.TG13, cf. Luc.Cal.3, etc.; ἐ. εἰς ἔρωτα Alciphr.3.67, cf. Charito I.I; ὑπὸ μέθης Parth.24.2.
2 stimulate, τὴν βλάστησιν Thphr. CP 2.1.3.
III scorch, ἐκκαίων ὁ ἥλιος Arist.Pr.867a20; of thirst, parch, Luc.Dips.4.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐκκάω Eup.370, Pl.Grg.473c, Men.Pc.162
• Morfología: [aor. part. ἐκκέας Ar.Pax 1133, plu. ἐκκέαντες E.Rh.97]
A tr.
I 1quemar θερμοῖσι σιδηρίοισι ... τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.7.18, τὸ φῶς Κύκλωπος ref. a su único ojo, E.Cyc.633, cf. 657, ἕως (πῦρ) ἐξέκαυσεν καὶ ἐξεῖλεν τὸ γένος Aristid.Or.37.9, en v. pas. c. ac. de rel. ἐὰν ... ἄνθρωπος ... τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάηται Pl.l.c., sin ac. de rel. στυπτηρία ἐκκεκαυμένη Gal.12.631, τῶν ἀποθνησκόντων οὐδεὶς ... οὔτ' ἐξεκαίετο ξύλων ἀπορίᾳ App.Pun.73
abs. ἐκκαίων ὁ ἥλιος Arist.Pr.867a20, del veneno de una serpiente, Luc.Dips.4
abrasar, requemar en v. pas. (ἡ γῆ) ὑπὸ τοῦ θερμοῦ Hp.Aër.12
astr. ἐκκεκαυμένη ζώνη zona tórrida o ecuatorial de la tierra, considerada inhabitable, Olymp.in Mete.189.29
tb. por causa de frío excesivo quemar, secar ἐκκαίουσαι τὰ καλὰ τῶν γεννημάτων πάχναι καὶ χιόνες D.S.26.1.
2 encender, prender fuego a τὰ πυρά Hdt.4.134, ἐκκέαντες πύρσ' ἐπ' εὐσέλμων νεῶν E.l.c., ἐκκέας ... τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα Ar.l.c., ἄνθρακας LXX Si.8.10
abs. encender un fuego Polyaen.6.17
en v. pas. ser encendido, arder μάττει γὰρ ἤδη καὶ τὸ πῦρ ἐκκάεται Eup.l.c., ἐκκεκαυμένη γίνεται ... ἡ πυρά Thphr.HP 9.3.3, cf. Str.16.1.15
inflamar en v. pas. ὑπὸ τῆς κινήσεως ἡ ἀναθυμίασις ἐκκαιομένη Arist.Mete.341b36.
3 fisiol., de humores y líquidos consumir por efecto de una combustión (ὁ πλεύμων) ὅσον τε ἐν αὐτῷ ἐστιν ἰκμάδος ... τοῦτο πᾶν ἐκκαίει Hp.Morb.1.28, cf. Vict.2.42, Carn.12, en v. pas. ἐκκαυθέντος γὰρ τοῦ ... ὑγροῦ Arist.Col.791a6.
II fig., c. n. abstr. encender, prender, dar lugar a πόλεμον Plb.3.3.3, D.S.15.92.3, ἄνθρωπος γὰρ θυμώδης ἐκκαύσει μάχην LXX Si.28.8, τὴν ἐλπίδα Plb.5.108.5, (ἀνόσιον στάσιν) 1Ep.Clem.1.1, τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργὴν τῶν Ῥωμαίων Plu.Fab.7, ἔρως με σοφίας ... ἐξέκαυσεν Ael.NA epíl., (φιλοτιμία) ἐκκαίει φθόνον καὶ σοφοῖς ἀνδράσιν Philostr.VS 490
inflamar el ánimo c. dif. pasiones, excitar, irritar τοὺς θυμοὺς ... τῶν δημοτῶν D.H.7.35, τὸν ἄθλιον γέροντα Luc.Alex.30, cf. Herod.4.49, I.Vit.134, Ach.Tat.1.5.5, τὴν ὀργὴν αὐτοῦ LXX Ps.77.38, cf. Eus.HE 5.1.58, c. πρός y ac. τὸν δῆμον πρὸς ἑαυτοὺς ἐκκαύσαντες Plu.Agis 2, c. dat. instrum. ἄνδρα ... ταῖς φροντίσιν AP 9.165 (Pall.).
B intr. en v. med.-pas.
1 encenderse, prender c. suj. abstr. τὸ τοιοῦτον κακὸν ἐκκαόμενον una vez prende tal perversión (en el estado), e.e. se instala Pl.R.556a, τὸ γὰρ πῦρ ἐξεκαίετο ref. a la pasión amorosa, Charito 1.1.8, c. giro prep. καθ' ἑκάστην οἰκίαν ... ἐξεκαύθη τὸ μῖσος Plb.15.30.1, ἀφ' οὗ ἐξεκαύθη πάντα τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς Origenes Fr.in Ps.47.3
c. suj. de pers. o ref. pers. excitarse, irritarse ὅτι ἐξεκαύθη ἡ καρδία μου LXX Ps.72.21, προσέθετο ὀργὴ κυρίου ἐκκαῆναι LXX 2Re.24.1, cf. 4Re.22.13, ἐκκαιόμενος δὲ ὑπὸ μέθης καὶ πόθου Parth.24.2, cf. Posidipp.29.9, Plu.2.455a, ὁ δὲ δῆμος ἔτι μᾶλλον ἐξεκᾴετο Plu.TG 13, c. compl. prep. οἱ ἄρσενες ... ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει Ep.Rom.1.27, καὶ νέοι ... ἐξεκάοντο πρὸς τὰ ἀκούσματα Longus 3.13.3, εἰς ἔρωτα Alciphr.3.31.1, εἰς θερμὴν ἔριν Amph.Seleuc.161, πρὸς μείζονα τῆς ἀπολαύσεως ἐπιθυμίαν Gr.Nyss.Ep.18.2, ἐπὶ ἑκάτερα ἐξεκαίετο ἡ σπουδή Soz.HE 1.15.10.
2 de situaciones bullir, estar en ascuas, estar alborotado πάντα δ' ἐξεκάετο ταῦθ' ἕνεκα τοῦ μέλλοντος Men.l.c.

German (Pape)

[Seite 761] (s. καίω), att. ἐκκάω, ausbrennen; τὸ φῶς Κύκλωπος Eur. Cycl. 633; ἐκκαυθήσεται τὠφθαλμώ Plat. Rep. II, 361 e; τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάηται Gorg. 473 c; – anbrennen, τὰ πυρά Her. 4, 134; πυρσά Eur. Rhes. 97; Theophr.; übertr., anzünden, anfachen, τὸ τοιοῦτον κακὸν ἐκκαόμενον ἀποσβεννύναι Plat. Rep. VIII, 556 a; ἐλπίδα, πόλεμον, Pol. 5, 108, 5. 2, 1, 3; Plut. öfter τὴν ὀργήν, Fab. 7; τινὰ πρός τινα, Agis 2; Luc. Alex. 30; ἐκκαίεται, er geräth in Hitze, Plut. Tib. Graech. 13; φιλονεικίᾳ Alex. 31; οὕτως ἐξεκαύθην εἰς ἔρωτα Alciphr. 3, 67.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξέκαιον, att. ἐξέκαον ; f. ἐκκαύσω, ao. ἐξέκηα, ao. réc. ἐξέκαυσα, pf. inus.
Pass. f. ἐκκαυθήσομαι, ao. ἐξεκαύθην, ao.2 ἐξεκάην, pf. ἐκκέκαυμαι;
1 brûler, acc.;
2 enflammer, allumer : τὰ πυρά HDT les feux du bivouac ; fig. τὸν δῆμον πρός τινα ἐκκαίειν PLUT enflammer le peuple contre qqn ; ἐκκ. πόλεμον PLUT allumer une guerre ; ἐκκ. τὴν πρός τινα ὀργήν τινος PLUT exciter contre qqn la colère d'un autre.
Étymologie: ἐκ, καίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκαίω: атт. тж. ἐκκάω (aor. ἐξέκηα - поздн. ἐξέκαυσα; pass.: fut. ἐκκαυθήσομαι, aor. 1 ἐξεκαύθην, aor. 2 ἐξεκάην, pf. ἐκκέκαυμαι)
1 выжигать: τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκαῆναι Plat. быть с выжженными глазами (род казни);
2 воспламенять, зажигать, жечь (τὰ πυρά Her.; τὰ ξύλα Arph.): ἡ ἀναθυμίασις ἐκκαιομένη Arst. горящие испарения;
3 перен. воспламенять, разжигать, возбуждать (ἐλπίδα Polyb.; πόλεμον Polyb., Plut.; τὴν πρός τινα ὀργήν τινος Plut.); pass. разгораться, вспыхивать (τὸ κακὸν ἐκκαόμενον Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαίω: Ἀττ. ἐκκάω: μέλλ. καύσω˙ ἀόρ. α΄ μετοχ. ἐκκέαντες Εὐρ. Ρῆσ. 97˙ ― καίω ἐντελῶς, κατακαίω, τοὺς ὀφθαλμούς τινος Ἡρόδ. 7. 18˙ τὸ φῶς Κύκλωπος Εὐρ. Κύκλ. 633, πρβλ. 657: ― Παθ., ἐκκάεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς Πλάτ. Γοργ. 473C. II. ἀνάπτω τὰ πυρὰ Ἠρόδ. 4. 134˙ τὰ ξύλα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1133· Ϗ μεταφ., ἐκκ. πόλεμον, ἐλπίδα Πολύβ. 3. 3, 3., 5. 108, 5˙ τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργὴν Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ.˙ ― Παθ., ἀνάπτομαι, καίομαι, Λατ. flagrare, τὸ πῦρ ἐκκαίεται Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 55˙ ἐκκ. τὸ κακὸν Πλάτ. Πολ. 556Α˙ ἐκκαίεταί τις Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13, κτλ. ΙΙΙ. κατακαίω, ἐκκαίων ὁ ἥλιος Ἀριστ. Προβλ. 2. 9, κ. ἀλλ.

English (Strong)

from ἐκ and καίω; to inflame deeply: burn.

English (Thayer)

1st aorist passive ἐξεκαυθην;
1. to burn out.
2. to set on fire. passive to be kindled, to burn (Herodotus and following; often in the Sept.): properly, of fire; metaphorically, of the fire and glow of the passions (of anger, Plutarch); of lust, Alciphron 3,67 οὕτως ἐξεκαυθην εἰς ἐρωτᾷ).

Greek Monolingual

(AM ἐκκαίω, Α και ἐκκάω)
1. καίω εντελώς, κατακαίω
2. εξάπτω, διεγείρω
αρχ.-μσν.
ανάβω
αρχ.
1. προκαλώ, εντείνω την περιέργεια
2. παρακινώ
3. καψαλίζω
4. (για δίψα) ξεραίνω, στεγνώνω.

Greek Monotonic

ἐκκαίω: Αττ. ἐκ-κάω, μέλ. -καύσω, μτχ. αορ. αʹ ἐκκέας·
I. καίω εντελώς, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ανάβω, εξάπτω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

Attic ἐκ-κάω fut. -καύσω aor1 part. ἐκκέας
I. to burn out, Hdt., Eur.
II. to light up, kindle, Hdt., Ar.

Chinese

原文音譯:™kka⋯w 誒克-開哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-燃燒 相當於: (אַף‎ / אַפַּיִם‎) (כָּזָב‎) (נָכָה‎)
字義溯源:強烈的著火,著火,火攻,焚燒;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(καίω)*=燒)組成
同源字:1) (ἐκκαίω)焚燒 2) (καίω)燒參讀 (ἀνάπτω)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 焚燒(1) 羅1:27