δραγματηφόρος

Revision as of 01:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A carrying sheaves, Babr.88.16.

Greek (Liddell-Scott)

δραγμᾰτηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἢ μεταφέρων δράγματα, δέματα σταχύων, Βάβρ. 88. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des gerbes.
Étymologie: δράγμα, φέρω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que transporta las gavillas μισθὸν δ' ἔταξε δραγματηφόροις δώσειν Babr.88.16.

Greek Monotonic

δραγμᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει δεμάτια, χειρόβολα, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

δραγματηφόρος: несущий колосья Babr.

Middle Liddell

δραγμᾰτη-φόρος, ον adj φέρω
carrying sheaves, Babr.