δυειδής
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
ές, A of the class of the dyad, μεσότης Dam.Pr.189.
Spanish (DGE)
v. δυοειδής.
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Full diacritics: δῠειδής | Medium diacritics: δυειδής | Low diacritics: δυειδής | Capitals: ΔΥΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: dyeidḗs | Transliteration B: dyeidēs | Transliteration C: dyeidis | Beta Code: dueidh/s |
ές, A of the class of the dyad, μεσότης Dam.Pr.189.
v. δυοειδής.
δυειδής, -ές (Α)
αυτός που ανήκει στην τάξη της δυάδας.