εἱρκτέον
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
((εἵργω) A one must prevent, S.Aj.1250.
Greek (Liddell-Scott)
εἱρκτέον: ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ εἵργω, πρέπει τις νὰ κωλύσῃ, νὰ ἐμποδίσῃ, Σοφ. Αἴ. 1250.
Greek Monotonic
εἱρκτέον: ρημ. επίθ. του εἴργω, αυτό που πρέπει να εμποδιστεί, να αποτραπεί, σε Σοφ.