εὐχρήστημα

From LSJ
Revision as of 09:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχρήστημα Medium diacritics: εὐχρήστημα Low diacritics: ευχρήστημα Capitals: ΕΥΧΡΗΣΤΗΜΑ
Transliteration A: euchrḗstēma Transliteration B: euchrēstēma Transliteration C: efchristima Beta Code: eu)xrh/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, A advantage received, Stoic.3.23.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχρήστημα: τό, λαμβανομένη ὠφέλεια, Κικ. Fin. 3. 21.

Greek Monolingual

εὐχρήστημα, τὸ (Α) ευχρηστώ
κέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα.

Russian (Dvoretsky)

εὐχρήστημα: ατος τό польза, выгода Cic.