θεριστός

From LSJ
Revision as of 09:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριστός Medium diacritics: θεριστός Low diacritics: θεριστός Capitals: ΘΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: theristós Transliteration B: theristos Transliteration C: theristos Beta Code: qeristo/s

English (LSJ)

ή, όν, τὸ θ. a kind of A balsam, Dsc.1.19 codd. (εὐθέριστον Wellm.).
θέριστος and θεριστός, ὁ, A v. θέριτος.

Greek (Liddell-Scott)

θεριστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, εἶδος βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18.

Greek Monolingual

θεριστός, -ή, -όν (ΑΜ) θερίζω
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θεριστά
ό,τι έχει θεριστεί
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να θεριστεί εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεριστόν
είδος βάλσαμου.