θερμηρός

Revision as of 10:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ά, όν, A for hot liquid, ποτήριον Hsch.s.v. κελέβη: θερμηρόν (and θέρμ-ητρον), expld. by miliarium, Gloss.

Greek Monolingual

θερμηρός, -ά, -όν (Α)
1. ο κατάλληλος για θερμό υγρό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμηρόν
μιλιάριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + -ηρός (πρβλ. ζωηρός, νοσηρός)].