θερμηρός

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμηρός Medium diacritics: θερμηρός Low diacritics: θερμηρός Capitals: ΘΕΡΜΗΡΟΣ
Transliteration A: thermērós Transliteration B: thermēros Transliteration C: thermiros Beta Code: qermhro/s

English (LSJ)

ά, όν, for hot liquid, ποτήριον Hsch. s.v. κελέβη: θερμηρόν (and θέρμ-ητρον), expld. by miliarium, Glossaria.

Greek Monolingual

θερμηρός, -ά, -όν (Α)
1. ο κατάλληλος για θερμό υγρό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμηρόν
μιλιάριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + -ηρός (πρβλ. ζωηρός, νοσηρός)].