καματηδόν

Revision as of 10:43, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A laboriously, Man.4.622.

German (Pape)

[Seite 1316] mühselig, Man. 4, 622.

Greek (Liddell-Scott)

καματηδόν: Ἐπίρρ. (κάματος) μετὰ καμάτου, κόπου, Μανέθων 4. 622.

Greek Monolingual

καματηδὸν (Μ)
επίρρ. με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + επιρρηματική κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν, στιχ-ηδόν)].