κερματόομαι
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
A = κερματίζομαι, Procl.in Prm.p.973 S.
Greek (Liddell-Scott)
κερματόομαι: κερματίζομαι, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 973, ἔκδ. Stallb.