κινάβευμα
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
ατος, τό, A knavish trick, in pl., Phot., Hsch.; ἀποκινναβευμάτων is f.l. in Ar.Fr.699 (where κᾰνᾰβεύματων, = κανάβων, is prob. cj.).
Greek (Liddell-Scott)
κινάβευμα: τὸ, πανοῦργον παιγνίδιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 561· κιναβεύματα ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πανουργήματα παρὰ Φωτ., Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
κινάβευμα: ατος τό проделка, проказа Arph.