κλέψ

Revision as of 12:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A thief, prob. coined from βοῦκλεψ, Phryn.PSp.17 B.

German (Pape)

[Seite 1449] ὁ, der Dieb, der Etymologie wegen gebildet, Phryn. in B. A. 11, 33.

Greek Monolingual

κλέψ, -πός, ὁ (Α)
κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για νεολογισμό του Φρυνίχου που προήλθε μάλλον κατ' απόσπασιν από σύνθ., όπως π.χ. είναι το βοῦ-κλεψ].