κοναβίζω
English (LSJ)
A = κοναβέω, περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Il.13.498, cf. 21.255; αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν 2.466, cf. Orph.H.38.9.
German (Pape)
[Seite 1480] = κοναβέω; σμερδαλέον κονάβιζε, vom Erze, Il. 13, 498. 21, 255; χθών 2, 466.
Greek (Liddell-Scott)
κονᾰβίζω: κοναβέω, περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Ἰλ. Ν. 498, πρβλ. Φ. 255· αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν Ἰλ. Β. 466.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
κοναβέω. (Il.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κονᾰβίζω: = κοναβέω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κοναβίζω: Hom. = κοναβέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοναβίζω [κόναβος] ep. imperf. κονάβιζε, kletteren.
Middle Liddell
κονᾰβίζω, = κοναβέω, Il.]