κοναβίζω

Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = κοναβέω, περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Il.13.498, cf. 21.255; αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν 2.466, cf. Orph.H.38.9.

German (Pape)

[Seite 1480] = κοναβέω; σμερδαλέον κονάβιζε, vom Erze, Il. 13, 498. 21, 255; χθών 2, 466.

Greek (Liddell-Scott)

κονᾰβίζω: κοναβέω, περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Ἰλ. Ν. 498, πρβλ. Φ. 255· αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν Ἰλ. Β. 466.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
κοναβέω.
Étymologie: κόναβος.

English (Autenrieth)

κοναβέω. (Il.)

Greek Monolingual

κοναβίζω (Α)
κοναβώ.

Greek Monotonic

κονᾰβίζω: = κοναβέω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κοναβίζω: Hom. = κοναβέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοναβίζω [κόναβος] ep. imperf. κονάβιζε, kletteren.

Middle Liddell

κονᾰβίζω, = κοναβέω, Il.]