κονίζω
English (LSJ)
A v. κονίω. II κονίζειν, name of a garment, dub. in Hsch. s.v. διακονίς. κόνικλος, v. κύνικλος.
German (Pape)
[Seite 1481] = κονίω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κονίζω: ἴδε ἐν λ. κονίω.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
κονίζω: (pf. pass. κεκόνισμαι; 3 л. sing. ppf. κεκόνιστο) Theocr., Anth. = κονίω.