λευκοκράμβη

Revision as of 14:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A white cabbage, Gp.12.1.4.

German (Pape)

[Seite 34] ἡ, Weißkohl, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοκράμβη: ἡ, λευκὴ κράμβη, Γεωπ. 12. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chou blanc, plante.
Étymologie: λευκός, κράμβη.

Greek Monolingual

λευκοκράμβη, ἡ (Μ)
λευκό λάχανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + κράμβη «αγριολάχανο»].