μάτρυλλος

Revision as of 14:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, fem. μάτρυλλα, ἡ, A pimp, Phryn.PSp.84B., Eust. 380.5.

German (Pape)

[Seite 101] = μαστροπός, B. A. 48.

Greek Monolingual

μάτρυλλος, ὁ (Α)
ο προαγωγός, ο μαστροπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάτρυλλα με αλλαγή γένους].