άδος, ἡ, A = νησίς, in pl., D.P.570 (s.v.l.).
νησιάς: -άδος, ἡ, = νησίς, ἀμφίβολ. ἐν Διον. Περιηγ. 570.
νησιάς, ἡ (Α)νησίδα, μικρό νησί, νησάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + επίθημα -ιάς (πρβλ. κρην-ιάς, ποντι-ιάς)].