μείλιχμα
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Full diacritics: μείλιχμα | Medium diacritics: μείλιχμα | Low diacritics: μείλιχμα | Capitals: ΜΕΙΛΙΧΜΑ |
Transliteration A: meílichma | Transliteration B: meilichma | Transliteration C: meilichma | Beta Code: mei/lixma |
ατος, τό, A = μείλιγμα 1.2, in pl., Schwyzer725.2 (Milet., vi B. C., written μελ-).
μείλιχμα, -ατος, τὸ (Α)
βλ. μείλιγμα.