μικτέον
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
(μείγνυμι) A one must mix, Pl.Ti.48a codd. (leg. μεικτέον).
Greek (Liddell-Scott)
μικτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μίγνυμι, δεῖ μιγνύναι, Πλάτ. Τίμ. 48Α.
Russian (Dvoretsky)
μικτέον: adj. verb. к μίγνυμι.