μεταναιετάω
English (LSJ)
A dwell with, τισι to be read metri gr. for μεταναίεται in h.Cer.87.
Greek (Liddell-Scott)
μεταναιετάω: κατοικῶ μετά τινος, τινὶ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 87, κατὰ τὸν Voss.
French (Bailly abrégé)
Greek Monotonic
μεταναιετάω: συγκατοικώ, τινί, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
Middle Liddell
to dwell with, τινί Hhymn. [from μεταναιέτης