μυρόρραντος

Revision as of 15:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A wet with unguent, πρόθυρον AP5.197 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠρόρραντος: -ον, ἐρραντισμένος διὰ μύρου, Ἀνθ. Π. 5. 198.

Greek Monolingual

μυρόρραντος, -ον (Α)
ραντισμένος με μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -ρραντος (< ραντίζω), πρβλ. αιμό-ρραντος].

Russian (Dvoretsky)

μῠρόρραντος: окропленный благовониями (πρόθυρον Anth.).