μόνωψ

Revision as of 15:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ωπος, ὁ, A = μόναπος, Ael.NA7.3. II v. foreg. 2.

German (Pape)

[Seite 207] ωπος, ὁ, = μόναπος, Ael. N. A. 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μόνωψ: -ωπος, = μόναπος, Αἰλ. π. Ζ. 7. 3.

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
taureau sauvage, bison, animal.
Étymologie: cf. μόναπος.

Greek Monolingual

(I)
μόνωψ, -ωπος, ὁ (ΑΜ)
το ζώο μόναπος.
(II)
μόνωψ, -ωπος, ὁ (Α)
επίδεσμος για το ένα μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός» (πρβλ. αγλά-ωψ)].